- ιδέ
- (I)ἰδέ (Α)1. και («εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ' ὑπένερθεν», Ομ. Ιλ.)2. επιγρ. σ' αυτή την περίπτωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντωνυμία *ι- (πρβλ. ι-θαγενής) + μόριο -δε].————————(II)και ιδές και ίδε (ΑΜ ἴδε, αττ. τ. ἰδέ)1. βλέπε, δες («ἴδ', ὦ φίλα γυναικῶν», Σοφ.)2. (ως επίρρ.) φρ. «Ίδε ο άνθρωπος»«να, ο άνθρωπος», η φράση τού Ποντίου Πιλάτου όταν παρουσίασε τον Ιησού με ακάνθινο στέφανο για να προκαλέσει τη συμπάθεια τού όχλου.[ΕΤΥΜΟΛ. β' προσ. εν. προστ. τού αορ. β' (είδον) τού ορώ «βλέπω»].
Dictionary of Greek. 2013.